ὑπερπληθής — superabundant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερπληθής — ές / ὑπερπληθής, ές, ΝΜΑ υπέρμετρα πολυπληθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. ἐμ πληθής] … Dictionary of Greek
ὑπερπληθῆ — ὑπερπληθής superabundant neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑπερπληθής superabundant masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑπερπληθής superabundant masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπληθεῖς — ὑπερπληθής superabundant masc/fem acc pl ὑπερπληθής superabundant masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπληθές — ὑπερπληθής superabundant masc/fem voc sg ὑπερπληθής superabundant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεοναστός — ή, όν, Α [πλεονάζω] υπερπληθής, πολυάριθμος … Dictionary of Greek
υπερπλήθω — Α είμαι υπερπληθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πλήθω «είμαι γεμάτος»] … Dictionary of Greek
υπερπληθύνω — Α [πληθύνω] είμαι υπερπληθής … Dictionary of Greek